-
1 ἐριστικός
II esp. fond of wrangling or arguing, captious, Pl.Ly. 211b, etc.;ὁ ἐ. ἐστί πως οὕτως ἔχων πρὸς τὸν διαλεκτικὸν ὡς ὁ ψευδογράφος πρὸς τὸν γεωμετρικόν Arist.SE 171b35
;οἱ Ἀκαδημιακοὶ τῶν ἄλλων ἐριστικώτεροι Luc.Pisc. 43
: [comp] Sup.- ώτατος D.L.2.134
; Ἐριστικοί, οἱ, nickname of the Megarian school, ib. 106 ; sophistry,Pl.
Sph. 231e, al.; τὸ -κόν, defined as τὸ ἔντεχνον καὶ περὶ δικαίων..καὶ ἀδίκων ἀμφισβητοῦν ib. 225c ;τὰ ἐ. Arist.Rh. 1402a3
; ἐ. συλλογισμός, λόγος, sophism, fallacy, Id.Top. 100b23, Metaph. 1012a19 (pl.); τέχνη ἐριστικῶν, a work of Protagoras, D.L.9.55. Adv. , Arist. Ph. 186a6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐριστικός
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский